- ενέχομαι
- (μόνο σε ενεστ. και πρτ.), αμτβ., έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ανακατεμένος σε αξιόποινη πράξη: Ενέχεται κι άλλος στο φόνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ενέχομαι — βλ. πίν. 191 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: ενέχομαι : σε ορισμένα λεξικά καταχωρίζεται ξεχωριστά από το ενέχω, γιατί η σημασία του είναι τελείως διαφορετική (ενέχω → περιέχω, ενέχομαι είμαι αναμειγμένος σε αξιόποινη πράξη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐνέχομαι — ἐνέχω hold pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσενέχομαι — ΜΑ [ἐνέχομαι] ενέχομαι σε κάτι επιπροσθέτως (α. «προσενέχεσθαι πολλοῑς ἁμαρτήμασι», ΠΔ β. «οὔτε κατὰ κακίαν ὑμῑν ὅλως προσενέξομαι», Ευστ.) … Dictionary of Greek
εμφέρω — ἐμφέρω (AM) αναφέρω, περιέχω, περιλαμβάνω αρχ. 1. φέρνω μέσα σε κάτι 2. εισφέρω, εισάγω 3. περιφέρομαι, βρίσκομαι, ζω κάπου 4. ενέχομαι 5. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐμφερόμενος ο ενδιαφερόμενος, το ενδιαφερόμενο μέρος … Dictionary of Greek
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek
προενέχομαι — Α είμαι από πριν ένοχος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνέχομαι «είμαι ένοχος»] … Dictionary of Greek
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek